Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(εἰς ὕψος

См. также в других словарях:

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • высота — ВЫСОТ|А (234), Ы с. 1. Протяженность снизу вверх: близь же олтарѩ ѥсть камень твьрдъ. имѣ˫а ширинѹ и высотѹ великѹ. а глѹбина ѥго коньцѩ не имать. СбТр ХІI/ХІІІ, 43 об.; поста||ви тѣло златоѥ на поли дѣирѣ. ѥмѹ же высота ·з҃· лакотъ. ПрЛ XIII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • δέκαθλο — Σύνθετο αθλητικό αγώνισμα που αποβλέπει στη γενική άσκηση των αθλητικών ικανοτήτων του ατόμου, ανεξάρτητα από κάθε ειδίκευση. Τα δέκα αγωνίσματα του δ. είναι: δρόμος 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, δρόμος 400 μ., δρόμος 110 μ …   Dictionary of Greek

  • ACCUBITA seu ACCUBATIONES — Graecis ἀνακλιντήρια, quod Reclinatoria vertit Wiltainus Abbas in Cant. Cantic. c. 2. Lexico Graec. MS. Regio, definiuntur, ςτρωμναὶ μαλακαὶ εἰς ὕψος ἠρμέναι, lecti molles in altum aggesti; et Balsamoni in can. 74. Synodi Trull. ut et Iohanni… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …   Dictionary of Greek

  • высость — ВЫСОСТ|Ь (18), И с. То же, что высота. 1.Во 2 знач.: кажюще || дрѹгъ дрѹгѹ водѹ исходѩщю ѿ высости горьскы˫а и шюмѩщю зѣло. СбТр ХІI/ХІІІ, 44–44 об.; бывъ с высости. и на высость зове(м). (ἄνωθεν... πρὸς τὰ ἄνω) ГБ XIV, 178б; Ты же с высости… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Harrowing of Hell — The Harrowing of Hell, depicted in the Petites Heures de Jean de Berry, 14th c. illuminated manuscript commissioned by John, Duke of Berry. The Harrowing of Hell (Latin Descensus Christi ad Inferos the descent of Christ into hell ) is a doctrine… …   Wikipedia

  • Pankration — Infobox martial art logo = logocaption = logosize = imagecaption = The Wrestlers , a reproduction of a 3rd century bronze statue, from the Uffizi, Florence, Italy. imagesize = name = Pankration aka = focus = Mixed hardness = Full Contact country …   Wikipedia

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»